- θεριακή
- ηβλ. θηριακή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θεριακός — (I) ή, ό [θεριό] 1. δυνατος σαν θηρίο, πολύ γερός 2. το θηλ. ως ουσ. η θεριακή η θηριακή*. (II) θεριακός, ή, όν (Α) [θέρος] αυτός που ανήκει στο θέρος, ο προορισμένος για το θέρος … Dictionary of Greek
θηριακός — ή, και θεριακή, ό (ΑΜ θηριακός, ή, όν) [θηρίο] (φαρμ.) το θηλ. ως ουσ. η θηριακή φάρμακο που χρησιμοποιούσαν παλιότερα ως αντίδοτο σε δηλητηριώδη δαγκώματα αρχ. 1. αυτός που ασχολείται με τα θηρία 2. αυτός που αναφέρεται στα άγρια ζώα 3. (το ουδ … Dictionary of Greek
ԹԵՐԱԿԷ — ( ) NBH 1 0806 Chronological Sequence: 7c Տ. ԹԻՒՐԱԿԷ. θεριακή. թիրեաք. *Յօձիցն ասէ զթերակէն. Յճխ. ՟Դ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
θηριακή — θηριακή, η και θεριακή, η φάρμακο που χρησιμοποιούσαν παλαιότερα ως αντίδοτο της δηλητηρίασης από το δάγκωμα φιδιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)